- μορτάρι
- και μουρτάρι και μουρτάριν, το (Μ μορτάρι και μουρτάρι και μουρτάριν)1. γουδί, κοπανιστήρι2. πυροβόλο όπλο με κοντό σωλήνα και μεγάλη διάμετρο2. φρ. «κτυπῶ νερόν εἰς τὸ μουρτάρι» — ματαιοπονώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mortaro].
Dictionary of Greek. 2013.